Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Λημνόθεν — Λημνόθεν, δωρ. τ. Λαμνόθεν (Α) επίρρ. από τη Λήμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λῆμνος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. Κυπρό θεν, Σκυρό θεν)] … Dictionary of Greek
Λημνόθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)